ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ' ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο Τα μυστήρια της αμαρτίας
θερίζει την αυγή ωκεανό δεν ξέρουν το μυστήριο που θα 'ρθει.
μαύρα πουλιά του δείχνουνε το δρόμο. Κι αυτό είναι το σημάδι
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο πως θα έρθουν και θα περάσουν
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ' τον Άδη κι απ' τον κόσμοΣήκωσε τα μάτια του, κοίταξε τον ουρανό, έψαξε να βρεί τ' αστέρι του, τίποτα... Δεν άντεξε το σκοτάδι, έσκυψε κι έσφιξε τα κορδόνια στ' άρβυλά του. Γερμανικό το νούμερο κι απόψε, εκεί μπροστά στην πλώρη.
- Εδώ είμαστε μόνοι, σκέφτηκε, μόνοι όχι μονάχοι, χαμογέλασε.
Ωραία συντροφιά, πατατούκα, γκέτες, όπλο, καπελάκι ασπιρίνη κι ένας ουρανός εκατομμύρια αστέρια κι ούτε ένα το δικό του.
Πέρασαν μερικά λεπτά, κάτι του φάνηκε πως τρεμόπαιξε στον ουρανό.
Μπα, τώρα πια να τρεμοπαίξει; Αδύνατο. Η κούραση της ψυχής, σκέφτηκε. Γιατί να τρεμοπαίξει; Του 'χε στερήσει το μοναδικό λόγο που θα είχε για να γυρίσει. Γιατί να φέξει τ' αστεράκι του;
Αφησε τ' όπλο στο πλάι, στήριξε τους αγκώνες του στην κουπαστή. Εβγαλε τον καπνό του κι άρχισε να στρίβει αργά αργά ένα τσιγάρο. Απαγορευόταν το κάπνισμα, αλλά θα το 'κανε στη ζούλα, έτσι όπως έκανε τα πάντα. Ολη του η ζωή πέρασε στη ζούλα, όποτε τη φανέρωνε του την χαντακώνανε, νομίζανε πως άντεχε.
- Κορόιδα, μονολόγησε, σας την έφερα, δεν άντεξα.
Πόσα χρόνια κάνω στριφτά, αναρωτήθηκε. Δεν μπορούσε να μετρήσει, ο χρόνος που 'χε στο μυαλό του ήταν ένα μικρό ερμητικά κλειστό διάστημα, ανάμεσα σ' ένα καλοκαιράκι κι ένα μήνα χειμωνιάτικο, εκείνον που αλλάζανε τα ζώδια. Άναψε το τσιγάρο, άρχισε να ονειρεύεται μάγισσες κι ιππότες, κάστρα και πολεμίστρες, ακτήμονες και κολλήγους. Ξαναείδε τον πύργο που είχε χτίσει κι έβαλε μπροστά της για να μπεί. Κι αυτή δεν μπήκε. Γυάλινος ο πύργος γι' αυτήν, διάφανος, άβαφτα τα δωμάτιά του κι εκείνη δεν μπήκε, τίποτα μέσα, μόνον η πνοή του. Πόσες φορές είχε ξεφυσήξει δυνατά, να τον γκρεμίσει μόνος του, τίποτα... Ο πύργος εκεί, ακλόνητος με άδεια δωμάτια, έρημος, ακατοίκητος. Πώς τα 'χε καταφέρει να φτιάχνει τα όνειρα και να παίζει πάντα μόνος του όλους τους ρόλους; Και να 'ταν μόνο αυτό το λάθος του; Πάντα έδινε, ο βλάκας, το ίδιο όμορφο τέλος, του 'ρθε και το σιγοτραγούδησε:
Σαν ο ναύτης το μαθαίνει
την καλή του που έχουν κλεισμένη
στέλνει μήνυμα κρυφά
με του ανέμου τα φτερά
να της πει να περιμένει
γιατί η θάλασσα τον δέρνει
μέχρι στη στεριά να βγει
και να πάει να τη βρει.
Δεν θυμόταν αν της το είχε τραγουδήσει ποτέ. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι την αγαπούσε, της έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε μέσα του τόσα χρόνια, όλα αυτά που μάζεψε στις τόσες θητείες του. Κι εδώ άτυχος. Δεν ήταν αρκετά να την κάνουν να πειστεί για τον ίδιο της τον εαυτό. Ξεκίνησε από το δεν μπορώ και το 'κανε δεν θέλω. Του είπε υπομονή κι έκανε υπομονή. Και τι βγήκε; Αναβολή στο τέλος του ονείρου. Εψαξε στις τσέπες του ένα κομμάτι χαρτί. Βρήκε μόνο το φύλλο πορείας του. Αρχισε να γράφει:
Σ' αγαπώ γι' αυτό το μέτρο το σωστό, που ανάμεσά μας
ακροβατεί, πότε από 'δω πότε από 'κει στη θάλασσά μας.
Για κείνο τ' άστρο το τρελλό που ακολουθούμε,
για ένα άγγιγμα ζεστό πριν κοιμηθούμε
Γι' αυτό το άγνωστο γνωστό που μας υψώνει,
για της αγάπης τον ιστό που μας ενώνει.
Για ό,τι ως τώρα έχουμε ζήσει και ό,τι ζούμε,
για ό,τι αστείο και σοβαρό μένει να πούμε.
Σ' αγαπώ για όλα αυτά και γι' άλλα τόσα γνωστά μου,
που δυστυχώς, δεν τα χωρούν τα ποιήματά μου.
Ετσι αγαπώ παιδί, κορίτσι και γυναίκα
και λέω τα θαύματα του κόσμου είναι δέκα,
τα εννιά γνωστά και τ' άλλο το κρυμμένο
απ' της αγάπης μου το φως οδηγημένο.
Διάβασε αυτά που 'γραψε. Σκέφτηκε να της το στείλει. Παράτησε το όπλο, παράτησε τη θέση του, έτρεξε κάτω, άνοιξε το σάκο του, έψαξε για φάκελο. Ανέβηκε πάλι πάνω, δίπλωσε το χαρτί, το 'βαλε μέσα. Πήγε να γράψει τ' όνομα του παραλήπτη. Πού να το στείλει; Στ' όνειρο ή στην πραγματικότητα; Έπαιξε με τις λέξεις, έπαιξε με τον εαυτό του, χαμογέλασε πικρά, πολύ πικρά, έγραψε:
Προς
Την αγάπη μου
Οδός Ονείρων
Αθήνα-Ελλάς
Δεν χρειαζόταν ούτε αριθμός, ούτε ταχυδρομικός κώδικας, μία η οδός, μία η αγάπη του. Μία η αγάπη, αυτή τη γέννησε, αυτός την έτιξε, δε φύτρωσε μόνη της, "γεννήθηκε", ήρθε στον κόσμο κι αυτή του τη μεγάλωνε μέρα τη μέρα κι ένα μεσημέρι του 'πε: "Μ' έπνιξε η αγάπη σου". Τι διάλο, σκέφτηκε, ή πολύ μεγάλη και βαριά ήταν ή πολύ κακιά. "Μ' έπνιξε η αγάπη σου, γιατί δεν μπορούσα να στην ανταποδώσω". "Μ' έπνιξε". Να η νέα πορεία του.
Εκλεισε το φάκελο, τον φίλησε και τον πέταξε ψηλά στ' αεράκι τ' Απρίλη, τον είδε να πετάει σταθερά από πάνω του, σταμάτησε στη χαίτη ενός αλόγου, στ' άσπρο άλογο του Αη-Γιώργη. Ξημέρωνε του Αη-Γιώργη, η ονομαστική του γιορτή, Γιώργος Κρητικός, αγνώστου πατρός. Σε μερικές ώρες ξημέρωνε Κυριακή, ξημέρωνε Πάσχα. Ανάσταση έκανε στη θάλασσα, σταυρώθηκε στη στεριά.
Τ' άλογο χλιμιντρούσε, τον χαιρετούσε σκέφτηκε, ο Αη-Γιώργης του χαμογελούσε, μα δεν κινούσε να φύγει. Άλογο, καβαλλάρης και φάκελος, κάνανε γυροβολιές από πάνω του, χόρευαν. Ναι, αυτό ήταν, χόρευαν, χόρευαν ζεϊμπέκικο. Χαιρετούσαν έναν απόγονο των Ζεϊμπέκηδων της Ανατολής.
- Φτέρωσέ το Αη-Γιώργη μου, φτέρωσέ το κι αν είναι γραμμένο να φτάσει η γραφή μου, ας φτάσει, φώναξε.
- Κοίτα εκεί ψηλά που κοιτούσες πάντα στη ζωή σου, κι άμα δεις τ' αστέρι σου να φέγγει να ξέρεις ότι ήτανε γραφτό να φτάσει, απάντησε ο Αη-Γιώργης και χαμογέλασε.
Σκεπάστηκε με το μανδύα του, τράβηξε τα γκέμια τ' αλόγου του και χάθηκαν.
Μαζί με το φάκελο πέταξε και το φύλλο πορείας του. Κανένα χρέος πια, πουθενά. Έβγαλε τα ρούχα του, κράτησε μόνο τ' άρβυλα, άρχισε να γελάει δυνατά, μέσα από την ψυχή του. Έσκυψε στην πλώρη, είδε το σίδερο να κόβει το νερό, λεπίδι σκέτο. Ανέβηκε πάνω στη σιδερένια κουπαστή, γύρισε την πλάτη του στην πορεία. Έβλεπε πια τη γέφυρα, άλλες γέφυρες ήθελε να δει, άλλες έβλεπε, άλλες πήγε να φτιάξει, για άλλες πολέμησε με την ψυχή του κι άλλες φτιάχτηκαν. Ισορρόπησε, ένα πόδι αριστερά, ένα δεξιά, πάτησε γερά στα σίδερα, γύρισε το κεφάλι του πάλι ψηλά, κοιτούσε μ' ορθάνοιχτα μάτια τ' αστέρια, να δει ν' ανάβει ακόμα ένα, εκείνο το δικό του, εκείνο που του είπε κάποτε ότι ήταν το δικό του, δε φάνηκε τίποτα. Ανοιξε τα χέρια του διάπλατα, έτοιμος να πετάξει. Έριξε μιά φευγαλέα ματιά στο καμπανάκι εκεί στην πλώρη, σκαλισμένο πάνω του "ΝΗΡΕΥΣ", ξαναγύρισε το βλέμμα γρήγορα στον ουρανό.
- Σκατά, σκέφτηκε, δεν ήταν γραφτό να φτάσει.
Αυτά συμβαίνουν, θυμήθηκε που του το 'χε πει. Έτσι είναι οι σχέσεις. Η μικρή του τού είχε πει, έτσι είναι οι σχέσεις.
- Στραβάδια απολύομαι, φώναξε δυνατά.
- Κορόιδα, σας την έφερα, δεν άντεξα, φώναξε ακόμα πιό δυνατά.
- Συγγνώμη ρε μάνα μου, ψιθύρισε πικρά.
Έδωσε μιά και βρέθηκε στο κενό, κράτησε τα χέρια στην έκταση, ακίνητα.
Έσκασε στο νερό, κανά μέτρο από την πλώρη που τον ακολουθούσε τρέχοντας, τον χτύπησε, μα τα μάτια του ακόμα ανοιχτά, ορθάνοιχτα, πρόλαβαν να δούνε εκεί δεξιά στον αστερισμό της Παρθένου ν' ανάβει τρελλά ένα αστέρι. Δεν τρεμόπαιζε, έκανε τη νύχτα μέρα. Όλα τ' αστέρια σκοτείνιασαν, μόνο τούτο έλαμπε, έλαμπε γι' αυτόν, μόνο αυτός το έβλεπε, ήταν το δικό του.
- Όχι τώρα Θεέ μου, δεν πρόλαβε ούτε καν να σκεφτεί τη φράση.
Χάθηκε μέσα στα νερά, όπως εμφανίστηκε ένα Νοέμβρη στη Σαλονίκη του, γελώντας.
Ηρθε Σκορπιός κι έφυγε Ζυγός.
Ζωγράφου, 25 Ιανουαρίου 1995