Αριστοτέλης: Η ελάχιστη αρχική απόκλιση από την αλήθεια πολλαπλασιάζεται στη συνέχεια χιλιάδες φορές ---- Κικέρωνας: Ο χρόνος είναι ο κήρυκας της αλήθειας ---- Πίνδαρος: Ν’ ακονίζεις τα λόγια σου στο ακόνι της αλήθειας ---- Σοφοκλής: Το ψεύδος ουδέποτε ζει να γεράσει ---- Πυθαγόρας: Το να αποσιωπάς την αλήθεια είναι σα να θάβεις το χρυσάφι ---- Χίλων: Κάμε κτήμα σου την αλήθεια

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Η Αλιστράτη και ο Μεγαλέξανδρος






Την Πασχαλιά που ξημερώνει, να το 'βρουνε σαν θα ξυπνήσουν και το μεγάλο μου το αγγελάκι να της το διαβάσει που τόσο της αρέσει....






 Τα χρόνια πέρναγαν όμορφα στο Πετρωτό, μέσα στο σταλαγματένιο παλάτι του βασιλιά της περιοχής. Η βασιλοπούλα, η γλυκιά Αλιστράτη, η σταλαγματένια βασιλοπούλα, όλο και μεγάλωνε, όλο και γλύκαινε, όλο και ομόρφαινε. Ο ήλιος του Πετρωτού είχε ξανθύνει τα μακριά κυματιστά μαλλιά της. Πέφτανε ολόχρυσα στο κόκκινο βελούδινο φόρεμά της.

Έβγαινε συχνά από το σταλαγματένιο παλάτι της, πάντα με τη συνοδεία της φρουράς του βασιλιά κι έκανε βόλτες στο όμορφο Πετρωτό. Από την ημέρα που είχε γεννηθεί, με το μαγικό τρόπο που έγινε αυτό, οι κάτοικοι της περιοχής έλεγαν ότι είχαν αρχίσει και άνθιζαν όμορφα, παράξενα λουλούδια στην περιοχή του Πετρωτού, εκεί που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο βάτα και βράχοι. Λέγανε ότι αυτό ήταν το δώρο που τους έφερε η Αλιστράτη με τη γέννησή της. Όμορφα λουλούδια, με παράξενα μοναδικά χρώματα κι αρώματα που άλλα λουλούδια δεν είχαν. Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να πάρουν τα λουλούδια αυτά να τα φυτέψουν στον κήπο τους, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τα λουλούδια φύτρωναν μόνα τους και ζούσαν μόνο στο Πετρωτό, πάνω από το σταλαγματένιο παλάτι της βασιλοπούλας.

Μια μέρα η Αλιστράτη, ήταν τότε πέντε έξι χρονών, είχε βγει πάλι βόλτα έξω από το σταλαγματένιο παλάτι της για να δει τη Φύση και να παίξει με τις πεταλούδες. Το παιχνίδι με τις πεταλούδες ήταν το αγαπημένο της. Τις κυνηγούσε και την κυνηγούσαν, γέλαγαν κι έτρεχαν πάνω κάτω, έπαιζαν με τη φρουρά του βασιλιά κι όταν κουράζονταν κάθονταν η Αλιστράτη κάτω στα χόρτα κι οι πεταλούδες απλώνονταν πάνω στο κόκκινο βελούδινο φόρεμά της. Και το φόρεμα από κατακόκκινο γινόταν πολύχρωμο. Όλα τα χρώματα του κόσμου πάνω στο κόκκινο βελούδινο φόρεμά της. Πολλές φορές είχε ζητήσει η Αλιστράτη να της κεντήσουν ένα φόρεμα με τα ίδια χρώματα, αλλά καμία κεντήστρα δεν τα είχε καταφέρει. Η Αλιστράτη πάντα στεναχωριόταν κι ο βασιλιάς μπαμπάς της, πάντα την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε ότι αυτά τα χρώματα που είχαν οι πεταλούδες πάνω τους ήταν ένα θαύμα του Θεού που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να φτιάξουν. «Από τη μέρα που ήσουνα τρεις σταλαγματιές μέσα στο παλάτι μας, είσαι ευλογημένη», της έλεγε.
Έτσι όπως έπαιζε, λοιπόν, εκείνη την ημέρα η Αλιστράτη με τις πεταλούδες, σκόνταψε σε ένα μικρό βραχάκι κι έπεσε κάτω. Αίμα βγήκε από το στόμα της. Οι πεταλούδες έτρεξαν να φωνάξουν τη φρουρά. Οι φρουροί τρόμαξαν. Η αγαπημένη τους βασιλοπούλα είχε χτυπήσει και το στόμα της είχε πάρει το ίδιο κόκκινο χρώμα με το φόρεμά της. «Μην ανησυχείτε» τους είπε, σχεδόν χαμογελώντας. «Λίγο στο στόμα χτύπησα». Οι φρουροί την έπλυναν και σε λίγο το αίμα είχε σταματήσει. Τότε όμως είδαν το κακό που είχε γίνει. Είχε σπάσει στ' αριστερά ένα δόντι της αγαπημένης τους βασιλοπούλας. Φοβήθηκαν. Τι θα έλεγαν τώρα στο βασιλιά τους;
- Μην ανησυχείτε, τους είπε η Αλιστράτη. Ο μπαμπάς μου δεν θα τιμωρήσει κανέναν. Δεν φταίτε εσείς.
Ξαφνικά, ο ουρανός σκοτείνιασε σα να έγινε νύχτα. Οι πεταλούδες έχασαν τα χρώματά τους. Έγιναν κάτασπρες και άρχισαν να φεγγοβολούν. Το μόνο φως που υπήρχε. Οι φρουροί προσπάθησαν να κρύψουν την Αλιστράτη πίσω από τις ασπίδες τους.
- Αφήστε με, θέλω να δω, τους είπε.
Στάθηκε όρθια ανάμεσα στις πεταλούδες. Φεγγοβολούσε ολόκληρη. Λαμπύριζε μέσα στο κατακόκκινο βελούδινο φόρεμά της. Τα ξανθά, μακριά, κυματιστά μαλλιά της έμοιαζαν σαν ποτάμι χρυσό, έτσι όπως απλωνόταν από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι την πλάτη της. Ακούστηκε η γλυκιά φωνή του Άγιου, του Άι-Στράτη:
- Να μη φοβάσαι κόρη μου, να μη στεναχωριέσαι για το δόντι σου. Θα έρθει μια μεγάλη μέρα που θα γίνει ξανά όπως ήταν κι ακόμα καλύτερο.
Ο Άγιος χάθηκε, οι πεταλούδες ξαναπήραν στα φτερά τους τα χρώματά τους, ο ουρανός ξανάγινε φωτεινός.

Γύρισαν όλοι στο σταλαγματένιο παλάτι. Η Αλιστράτη σ' όλο το δρόμο τραγουδούσε. Μόνον οι πεταλούδες έμειναν πίσω και περίμεναν τη μέρα που θα ξαναερχόταν η βασιλοπούλα τους για να ξαναπαίξουν το κυνηγητό τους και να ξεκουραστούν πάνω στο κόκκινο βελούδινο φόρεμά της και να της το ξανακάνουν πολύχρωμο.
Οι φρουροί μαζί με την Αλιστράτη είπαν στο βασιλιά τι είχε συμβεί. Ο βασιλιάς κοίταξε την κόρη του, τη βασιλοπούλα του και τους είπε χαμογελώντας:
- Ο Άγιός μας είναι πάντα εδώ να δείχνει τη ζωή μας.

Πέρναγαν τα χρόνια, η βασιλοπούλα όλο και μεγάλωνε, όλο και ομόρφαινε, είχε γίνει ένας ξανθός άγγελος, έγινε κοπέλα ολόκληρη με το σπασμένο δοντάκι πάντα στη θέση του.
Όλος ο κόσμος, πια, είχε μάθει για την ομορφιά της και την καλοσύνη της. Από τις άκρες του κόσμου ερχόταν βασιλόπουλα να τη ζητήσουν από τον πατέρα της να γίνει γυναίκα τους. Έμεναν λίγο καιρό στο παλάτι. Άλλους είχε αγαπήσει η Αλιστράτη, άλλους όχι. Το σπασμένο δοντάκι της ήταν εκεί, πάντα να της θυμίζει τα λόγια του Άγιου.

Μια μέρα η βασιλοπούλα ξεκίνησε να κάνει τη βόλτα της στο Πετρωτό. Χρόνια τώρα που είχε μεγαλώσει έβγαινε πια μόνη της από το παλάτι στις βόλτες της. Το Πετρωτό είχε αλλάξει. Είχαν κτιστεί σπίτια από κόσμο που ερχόταν να μείνει κοντά στο παλάτι, είχαν φτιάξει δρόμους, πλατείες. Η Αλιστράτη, κατάλευκη μέσα στο κατακόκκινο βελούδινο φόρεμά της, με τα ξανθά μαλλιά της να φεγγοβολάνε πάνω στο κόκκινο στην πλάτη της, περπατούσε στην άκρη του δρόμου και σιγοσφύριζε.
Ξαφνικά, από μακριά είδε πολύ σκόνη να σηκώνεται και να ακούγεται ένας παράξενος θόρυβος σαν πολλά πουλιά να πετούνε, μα πουλιά δεν έβλεπε πουθενά, όλο να πλησιάζουν ο θόρυβος κι η σκόνη κι όλο ο θόρυβος να δυναμώνει κι όλο η σκόνη να περισσεύει. Φοβήθηκε και βγήκε από το δρόμο στο πλάι και κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο βράχο. Μα δεν πρόσεξε, ένα κομμάτι από το φόρεμά της είχε μείνει φανερό.
Νόμιζε πώς ήταν κάποιο κοπάδι από ζώα, αλλά ο θόρυβος που την πλησίαζε δεν ήταν από ζώα, ήταν καθαρά φτερουγίσματα. Αραιά και βαριά, δυνατά.. Η σκόνη πια την είχε τυλίξει κι ο θόρυβος είχε σταματήσει. Άκουσε κάποιον σαν να πηδάει από άλογο στη γη, αλλά άλογο δεν είχε ακούσει να πλησιάζει.
- Μπα; Τι κοκκινάκι είναι αυτό, άκουσε μια όμορφη αντρική φωνή.
Μαζεύτηκε ακόμα παραπάνω και τράβηξε την άκρη του κόκκινου βελούδινου φορέματός της να την κρύψει.
- Σε είδαααααα, άκουσε την ίδια φωνή περιπαιχτικά να της λέει
Η σκόνη είχε αρχίσει να κάθεται και η φιγούρα της αντρικής φωνής άρχισε να φαίνεται πιο καθαρά.
Όταν η σκόνη έκατσε εντελώς, είδε τον άντρα να κοιτάει προς το βράχο που ήταν κρυμμένη χαμογελώντας. Αποφάσισε να βγει. Έκανε δύο βήματα στο πλάι κι έμεινε ακίνητη να κοιτάει ένα πανύψηλο κατάλευκο άλογο με τεράστια κάτασπρα, σαν χιονισμένα, φτερά.
- Χα, χα, κι εσύ δεν ξέρεις τι είναι αυτό το άλογο, τη ρώτησε ο άντρας.
- Ναι, πρώτη φορά βλέπω ένα τέτοιο άλογο, του απάντησε.
- Είναι ένα άλογο μαγικό. Το λένε Πήγασο.
- Και πού το βρήκες; Δεν υπάρχει τέτοιο άλογο, δεν έχω δει ποτέ μου κανένα.
- Είναι μεγάλη ιστορία...
Η Αλιστράτη τον κοίταξε καλύτερα. Όχι πολύ ψηλός, χοντρούλης, μακρύ μούσι, μακριά, κατσαρά, ανακατωμένα, μαύρα, μαλλιά, πρόσωπο λαμπερό. Τα ρούχα του ήταν σκονισμένα, ήταν ξυπόλητος. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Η φωνή του ήταν σα να σε τραβούσε από το χέρι να κάτσεις δίπλα του να τον ακούσεις.
- Θα μου την πεις, τον ρώτησε. Μ' αρέσουν οι ιστορίες των ανθρώπων. Δεν περνάνε συχνά ξένοι από τα μέρη μου.
- Πριν από πάρα πάρα πολλά χρόνια, δεν ήμουν έτσι όπως με βλέπεις σήμερα. Ήμουνα βασιλιάς σε έναν τόπο που τον λέγανε Μακεδονία. Είχε πάρει το όνομά της από έναν προπροπροπάππο μου, τον Μακεδνό. Τη μέρα που γεννήθηκα οι θεοί μου έγραψαν να πολεμάω σε όλη μου τη ζωή και να μην σκοτώνομαι ποτέ.
- Μα γιατί λες θεοί, τον ρώτησε. Δεν υπάρχουν πολλοί.
- Στα χρόνια που σου λέω υπήρχαν πολλοί. Ο πατέρας μου ο Φίλιππος μου είχε τους καλύτερους δάσκαλους να μου μάθουν για τον κόσμο και τη ζωή, τα γράμματα και τον πολιτισμό, μου είχε τους καλύτερους εκπαιδευτές στα όπλα για να τα μάθω όλα για τον πόλεμο. Ό,τι κι αν μου είχαν γράψει όμως οι θεοί, μέσα μου πάντα ήθελα να γράφω ποιήματα, πάντα ήθελα να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους. Μα το γραμμένο ήταν να πολεμάω, μόνο να πολεμάω και να μη σκοτώνομαι. Από τότε που ήμουν 20 χρονών, ο πατέρας μου μού έδωσε το δικό μου στρατό. Οι εκπαιδευτές μου μού είπαν με το στρατό μου να κατακτήσω όλον τον κόσμο κι οι δάσκαλοί μου, όσα μου έμαθαν να μάθω στον κόσμο που θα κατακτούσα. Μα εγώ μέσα μου ήθελα ποιήματα να γράφω, να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους.
Ξεκίνησα να κάνω αυτό που μου είπαν οι εκπαιδευτές και οι δάσκαλοί μου. Χρόνια ολόκληρα γύρναγα και πολέμαγα και κατακτούσα νέες χώρες και άφηνα κομμάτια του πολιτισμού που μου δίδαξαν στις χώρες αυτές.
Κι όλο πολέμαγα, κινδύνευα, μα δεν σκοτωνόμουνα, όπως ακριβώς οι θεοί το είχαν γράψει. Έχασα πολλούς φίλους στις μάχες. Λέγανε ότι απ’ όπου περνούσα έφερνα τη δημοκρατία, καταργούσα τυραννίες, έφερνα πολιτισμό, ένωνα τους λαούς και τις χώρες. Μα εγώ μέσα μου ήθελα ποιήματα να γράφω, να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους.
- Κι είχες από πάντα για άλογό σου αυτό το μαγικό με τα φτερά, τον Πήγασο;
- Όχι, το άλογο μου εκείνα τα χρόνια ήταν ένα κατάμαυρο πολύ ψηλό άλογο με μεγάλο μέτωπο. Το είχε φέρει ένας έμπορος μια μέρα στην αυλή μας, στο παλάτι μας. Όλοι είπαν στον πατέρα μου ότι είναι πολύ άγριο άλογο και δεν θα πρέπει να το αγοράσει. Ο έμπορος του ζήταγε 15 τάλαντα. Το άλογο χλιμιντρούσε και σηκωνόταν στα δυο πίσω πόδια του ακόμα κι αν κάποιος δεν πήγαινε να το πλησιάσει, έτσι, από μόνο του. Μια στιγμή κατάλαβα τι ήταν αυτό που έκανε αυτό το άλογο να κάνει έτσι. Το πλησίασα όταν ηρέμησε λίγο και το γύρισα να κοιτάει στον ήλιο. Φοβόταν τη σκιά του! Ο πατέρας μου χάρηκε που αν και ο μικρότερος μέσα στην αυλή κατάλαβα το άλογο. Μου είπε: «Γιέ μου, ψάξε για βασίλειο αντάξιό σου. Η Μακεδονία είναι μικρό βασίλειο για να σε χωρέσει». Το αγόρασε για τα 15 τάλαντα που ζήταγε ο έμπορος και μου το χάρισε. Το είπα Βουκεφάλα γιατί είχε μεγάλο μέτωπο. Μ’ αυτό το άλογο πολεμούσα μέχρι την ημέρα που τραυματίστηκε και πέθανε σε μια μάχη. Μα εγώ μέσα μου ήθελα ποιήματα να γράφω, να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους.
- Και γιατί δεν έκανες αυτά που ήθελες μέσα σου, τον ρώτησε η Αλιστράτη
- Γιατί έτσι το είχαν γράψει οι θεοί, έτσι μου έμαθαν να κάνω, της απάντησε ο ξένος
Πέρασαν ώρες ατέλειωτες να μιλάει ο άντρας στην Αλιστράτη κι εκείνη ρουφούσε κάθε τι που της έλεγε, κάθε κομμάτι της ιστορίας του. Τον κοίταζε στα μάτια και της φαινόταν πάντα λίγο υγρά, σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει.
Συνέχισε να της μιλάει με τον ίδιο τρόπο. Άλλοτε σαν να ξαναζούσε τις μάχες, άλλοτε σαν να της τραγουδούσε, άλλοτε σαν να της έλεγε ένα ποίημα από αυτά που μέσα του ήθελε πάντα να γράφει.
- Κάποτε οι θεοί με λυπήθηκαν. Αφού μου είχαν γράψει να μην σκοτωθώ σε μάχη βρήκαν τρόπο να τελειώσω με τις μάχες. Έστειλαν αρρώστια που με έκανε να μη μπορώ να μιλήσω, να μη μπορώ να περπατήσω. Για μερικές μέρες πέρναγαν οι στρατιώτες μου να με χαιρετίσουν. Την τελευταία μέρα μόνον, που καταλάβαινα κι εγώ ότι επιτέλους πέθαινα, άρχισα να λυπάμαι. Δεν έκανα αυτά που μέσα μου ήθελα ποιήματα να γράφω, να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους. Είχα αρχίσει να βλέπω την ψυχή να φεύγει από το σώμα. Τότε μόνο με πλησίασε μια κοπέλα. Ήταν ντυμένη στα κόκκινα σαν κι εσένα. Τα μαλλιά της ήταν σαν τα δικά σου. Ένας ξανθός, λαμπερός, χρυσαφένιος χείμαρρος. Πλησίασε και τα μαλλιά της ανέμιζαν, ξανθιά φωτιά την έβλεπα, στον αέρα της Βαβυλώνας της μεγάλης. Έσκυψε στ’ αυτί μου και μου είπε:
«Είμαι η Καλλιέπουσα, η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από 9 αδερφές κι έρχομαι από τη μυθολογία. Γεννήθηκα στην Πιερία, πατέρας μου ο Δίας, μάνα μου η Μνημοσύνη. Αυτό που μέσα σου ήθελες ποιήματα να γράφεις, να μιλάς με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους, θα γίνει. Μόνο σα βασιλιάς και στρατηγός θα πεθάνεις σήμερα. Στον αέρα θα πετάς καβαλώντας, στη γη ξυπόλητος θα περπατάς, μέχρι τη μέρα που γυναίκα θα βρεθεί μπροστά σου Καλλιέπουσά σου να την πεις.»
Κι έτσι έγινε. Συνήλθα από την αρρώστια μου, όλοι νόμιζαν πως είχα πεθάνει. Συνήλθα και δεν είχα πια στρατό και βασίλειο, δεν είχα τα ρούχα μου τα πλούσια και φανταχτερά. Συνήλθα και είδα ότι η Καλλιέπουσα μού είχε αφήσει τον Πήγασο. Ανέβηκα πάνω του κι από τότε πετάμε και τον κόσμο γυρνάμε και κάνω αυτά που μέσα μου ήθελα ποιήματα να γράφω, να μιλάω με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους. Κι η Καλλιέπουσα είναι πάντα μέσα μου το πιο όμορφο ποίημα.
Πλησίασαν οι φίλες της Αλιστράτης, οι πεταλούδες.
- Δεν θα παίξουμε σήμερα βασιλοπούλα; Δεν θέλεις να δεις τα χρώματά μας πάνω στο κόκκινο βελούδινο φόρεμά σου, τη ρώτησαν
- Δεν μπορούμε σήμερα να παίξουμε καλές μου πεταλούδες, απάντησε η Αλιστράτη. Σήμερα βλέπω άλλα χρώματα που δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Καθίστε κι εσείς εδώ κοντά μου κι ακούστε τον ξένο.
- Μιλάς με τις πεταλούδες; Έχεις για φίλες πεταλούδες, τη ρώτησε ο άντρας.
- Ναι, από τότε που με θυμάμαι είναι οι καλύτερές μου φίλες, του απάντησε.
Του είπε και η Αλιστράτη την ιστορία της, από τότε που ήταν 3 σταλαγματιές, το πώς φτιάχτηκε το παλάτι τους, το πώς έγινε ο μπαμπάς της βασιλιάς κι η ίδια βασιλοπούλα.
Η ώρα είχε περάσει, είχε νυχτώσει πια.
- Θέλεις να έρθεις στο σταλαγματένιο μας παλάτι;
- Δεν γίνεται βασιλοπούλα μου. Δεν βλέπεις πώς είμαι; Πώς θα πατήσω έτσι μέσα στο μαγικό σου παλάτι;
Η Αλιστράτη τον ξανακοίταξε.
- Κι αν σε παρακαλέσω, τον ρώτησε. Νοιώθω πώς είσαι η ιστορία που θα μπει στο παλάτι μας.
- Δεν χρειάζεται να με παρακαλέσεις βασιλοπούλα μου. Οι βασιλοπούλες δεν παρακαλάνε.
- Μου έδειξες τα πιο όμορφα χρώματα σήμερα. Σε παρακαλώ να έρθεις μαζί μου.
- Θα έρθω για να δω κι εγώ το μαγεμένο σταλαγματένιο παλάτι σας και φεύγω αύριο με τον Πήγασό μου.

Κίνησαν για το παλάτι. Η βασιλοπούλα κι ο ξένος δίπλα δίπλα, πίσω τους πετούσε αργά και βαριά ο Πήγασος και γύρω τους φτεροκοπούσαν οι πεταλούδες με τα πιο όμορφα χρώματα στα φτερά τους. Έφτασαν στο παλάτι. Ο μπαμπάς της βασιλιάς τους υποδέχτηκε στη σάλα των ξένων. Η βασιλοπούλα κόρη του, η Αλιστράτη του, τού έλεγε την ιστορία του ξένου. Ο ξένος αμίλητος, με σκυμμένο το κεφάλι. Το σήκωσε μόνον σαν έφτασε η ιστορία στο σημείο που έπαψε να είναι βασιλιάς κι έγινε ο καβαλάρης του Πήγασου που γύρναγε τον κόσμο κι έκανε αυτά που ήθελε μέσα του ποιήματα να γράφει, να μιλάει με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους.
Ο βασιλιάς γύρισε τότε και τον κοίταξε.
- Είσαι ο πρώτος που μπήκε στο παλάτι μας και δεν περηφανεύεται για τα κατορθώματά του στις μάχες και με κοίταξε μόνον σαν άκουσα ότι κάνει αυτό που θέλει στη ζωή του.
- Βασιλιά μου, είμαι ίσως ο πρώτος που μπήκε στο παλάτι σου ξυπόλητος, του απάντησε.
- Μα όχι!!! Κοίτα μπαμπά μου. Δεν τον βλέπεις κι εσύ με την όμορφη στολή του; Δεν τον βλέπεις πως αστραφτοκοπά πάνω στον Πήγασό του, είπε η Αλιστράτη. Δεν ακούς κι εσύ τα ποιήματά του;
- Στα μάτια μας ο καθένας, κόρη μου, δείχνει αυτό που είναι μέσα στην ψυχή μας, της είπε ο βασιλιάς μπαμπάς της και χαμογέλασε.

Πέρασαν μέρες, ο ξένος δεν έφυγε την επόμενη μέρα όπως είχε πει, η Αλιστράτη κάθε μέρα ήταν μαζί του κάνοντας βόλτες στο Πετρωτό. Μίλαγαν ασταμάτητα, την άκουγε και τον άκουγε. Μάθαινε ο ένας από τον άλλο κομμάτια της ιστορίας του κόσμου που δεν ήξεραν.
Κάποια μέρα η Αλιστράτη του ζήτησε ν’ ανέβει στον Πήγασο.
- Δεν έχει ανέβει ποτέ άλλος άνθρωπος στον Πήγασό μου. Θα μπορέσεις, τη ρώτησε.
Δεν πρόλαβε να απαντήσει η βασιλοπούλα, ο Πήγασος λύγισε τα ψηλά του πόδια για να χαμηλώσει κι έσκυψε το κεφάλι να μπορέσει η βασιλοπούλα να πιαστεί από τη χαίτη του και ν’ ανέβει.
- Ναι θα μπορέσω, είπε η βασιλοπούλα. Να, κοίτα τον Πήγασο πως με βοηθάει.
Σε ένα λεπτό, βασιλοπούλα και φτερωτό άλογο ήταν στον αέρα.
Κατακόκκινο λουλούδι πάνω σε λευκό σεντόνι έμοιαζαν στα μάτια του ξένου όπως τους έβλεπε να πετάνε και να σκίζουν τον αέρα.
Όταν κατέβηκαν η βασιλοπούλα ήταν αναψοκοκκινισμένη, τα μακριά, ξανθά, κυματιστά μαλλιά της είχαν γίνει ένα με την ουρά του Πήγασου. Λευκόχρυσο ποτάμι.
- Είσαι τυχερός του είπε, με τον Πήγασό σου μπορείς να τα βλέπεις όλα αλλιώς. Όλα μικρά, όλα απλά. Μόνον αέρας και ψυχή εκεί πάνω. Μου φάνηκε πώς άκουσα τον Πήγασό σου να σφυρίζει εκεί πάνω.
- Ναι, πάντα σφυρίζει όταν ταξιδεύει.
- Εγώ δεν μπορώ να σφυρίξω, είπε στενοχωρημένη η Αλιστράτη. Να, κοίτα. Έχω αυτό το σπασμένο δοντάκι, εδώ στ’ αριστερά και δεν μπορώ να σφυρίξω.
- Κλείσε τα μάτια σου, της είπε ο ξένος.
Έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη που κάλυπταν το σπασμένο δοντάκι.
Η βασιλοπούλα κοκκίνισε, μα τα μάτια δεν άνοιξε. Έμεινε ακίνητη ώρα πολύ. Άρχισε ν’ ακούει όλα τις μουσικές του κόσμου μέσα της. Ένοιωσε τις φίλες της τις πεταλούδες να φτερουγάνε μέσα της.
Τα χέρια του ξένου την άρπαξαν και την ανέβασαν στον Πήγασο. Ανέβηκε κι ο ίδιος πίσω της.
- Εμπρός φτερωτό μου άλογο, πάμε να της δείξουμε πού πετάμε, είπε στον Πήγασο και του χτύπησε ελαφρά το λαιμό.
Ο Πήγασος ανέβηκε ψηλά.
- Άνοιξε τώρα τα μάτια σου, της είπε.
Συνέχισε να της μιλάει.
-Να κοίτα τα βουνά πόσο μικρά μοιάζουν από εδώ. Είναι σαν τα προβλήματα που έχουμε όταν είμαστε κάτω. Εδώ που η ψυχή μόνον αισθάνεται δείχνουν μικρά. Γιατί έτσι είναι βασιλοπούλα μου, τα προβλήματα είναι μικρά όταν τα βλέπουμε με την ψυχή μας. Με την ψυχή τα βλέπουμε και τα καταλαβαίνουμε, με το μυαλό τα λύνουμε.
Κοίτα τη γη με τα χρώματά της, το πιο όμορφο και τέλειο ύφασμα μοιάζει από δω πάνω. Αυτή τυλίγει το σώμα μας όταν πεθαίνουμε. Όταν πάνω της πατούμε τη βλέπουμε άλλοτε στέρφα, άλλοτε καρπερή, άλλοτε ξερή κι άλλοτε λουλουδιασμένη. Μόνο από δω πάνω βλέπεις το πόσο ταιριασμένα είναι τα χρώματά της.
Να, κοίτα τα ποτάμια. Από κάπου ξεκινάνε, κάπου φτάνουν, μα πάντα κυλάνε από την αρχή στο τέλος τους. Πάντα. Αιώνια. Ασταμάτητα. Έτσι λέω πώς είναι η αγάπη. Πηγάζει από μέσα μας και σε κάποιον φτάνει. Πέφτει μέσα στη θάλασσα, εκεί πέφτουν όλες οι αγάπες, γι’ αυτό η θάλασσα είναι τόσο μεγάλη. Απ’ όπου κι αν περνάει, όλοι τη βλέπουνε. Όλοι δροσίζονται από το νερό της στο διάβα της. Μα το πιο πολύ νερό φτάνει στον έναν πάντα. Κι εκεί στη θάλασσα που μαζεύονται όλα τα ποτάμια, όλες οι αγάπες του κόσμου, τις φυλάγει η αδερφή μου η γοργόνα, η Θεσσαλονίκη, ποτέ να μην πεθάνουν, ποτέ να μη στεγνώσουν.
Συνέχισε να της μιλά ασταμάτητα. Η βασιλοπούλα είχε κολλήσει σχεδόν το αυτί της στο στόμα του για να τον ακούει. Η ανάσα του χάιδευε το αυτί της. Τα λόγια του έβαφαν την ψυχή της με τα πιο όμορφα χρώματα, σαν αυτά που είχαν οι φίλες της οι πεταλούδες στα φτερά τους. Της μίλαγε για όλα αυτά που έκανε πια, ποιήματα της έγραφε πετώντας, για τη ζωή της μίλαγε πετώντας, για την αγάπη της μίλαγε πετώντας, για τον έρωτα της μίλαγε πετώντας, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους της μίλαγε πετώντας. Κι όλο οι εικόνες κάτω ομόρφαιναν κι όλα πιο απλά γινόταν.
Στα μάτια της ήταν το βασιλόπουλο που ερχόταν από τα βάθη όλης της ιστορίας, από τα βάθη όλης της ζωής της.
Τρόμαξε. Δεν είναι αλήθεια σκέφτηκε. Να, ακόμα και το άλογό του είναι κάτι μαγικό. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο άλογο. Όνειρο…
- Άλλο δεν μπορώ. Κατέβασέ με, είπε η βασιλοπούλα.
Ο ξένος δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι, ο Πήγασος είχε ακούσει τη βασιλοπούλα κι άρχισε να κατεβαίνει.
- Φοβήθηκες εκεί πάνω, τη ρώτησε ο ξένος σαν κατέβηκαν.
- Τρόμαξα. Όσο όμορφο και μοναδικό να είναι ένα όνειρο, δεν παύει να είναι όνειρο. Ξυπνάς και είσαι πάλι εκεί που ήσουνα.
- Λαθεύεις βασιλοπούλα μου. Μπορεί να ονειρευόσουνα ένα φόρεμα με κεντημένα τα χρώματα των πεταλούδων και να μην έγινε ποτέ, μα οι πεταλούδες με τα όμορφα χρώματα είναι αληθινές. Δεν χρειάζεται να ονειρεύεσαι το φόρεμα αφού μπορείς να ζεις την πραγματικότητα των χρωμάτων τους όταν ξαποσταίνουν οι φίλες σου πάνω στην κόκκινη βελούδινη ποδιά σου. Κανένα όνειρο βασιλοπούλα μου δεν μπορεί να μένει όνειρο σαν η καρδιά μας το θέλει να το κάνει αλήθεια. Κανένα. Ακολούθα την καρδιά σου, πίστεψε στη δύναμη της ψυχής σου και θα δεις ότι το μυαλό ακολουθεί και βρίσκει πάντα τον τρόπο να κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Τι ονειρεύτηκες εσύ εκεί πάνω βασιλοπούλα μου και τρόμαξες τόσο;
- Ονειρεύτηκα…Δεν ξέρω, του απάντησε η βασιλοπούλα.
Έβαλε ο ξένος το χέρι του στην τσέπη του κι έβγαλε ένα δαχτυλίδι.
-Να, πάρτο, είπε στη βασιλοπούλα.
- Τι δαχτυλίδι είναι αυτό, τον ρώτησε.
- Είναι το δαχτυλίδι των ονείρων. Το βρήκα τη μέρα που έπεφτε η Βασιλεύουσα. Κάθε πέτρα πάνω του είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του Βυζαντίου.
- Γιατί το δίνεις σε μένα, τον ρώτησε. Αυτό είναι πολύ ακριβό.
- Στο δίνω, της απάντησε, γιατί είναι το δαχτυλίδι των ονείρων. Τα όνειρά σου είναι πιο ακριβά από το δαχτυλίδι. Όποτε ξαναφοβηθείς τα όνειρά σου, να το βάζεις στο χέρι σου και να θυμάσαι πώς η καρδιά κι η ψυχή οδηγούνε το μυαλό για να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα.

Γύρισαν στο παλάτι σκεφτικοί και οι δύο. Περίμεναν στο τραπέζι να τους φέρουν το φαγητό. Η Αλιστράτη είχε καρφώσει το βλέμμα της σ’ ένα κουτάλι και σκέφτηκε αυτό που της είχε πει ο ξένος για τα όνειρα. Ήθελε να πιάσει το δαχτυλίδι των ονείρων της στην τσέπη της ποδιάς της, μα ντρεπόταν. Χαμογέλασε λίγο κοκκινισμένη και αμέσως πάγωσε. Πετάχτηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρά της. Κοίταξε ξανά το χαμόγελό της στον καθρέφτη. Εκεί στ’ αριστερά το σπασμένο δοντάκι της είχε δώσει τη θέση του σε ένα όμορφο, κατάλευκο γερό δόντι. Το ακούμπησε να δει αν ήταν αληθινό. Δοκίμασε να χαμογελάσει πλατιά. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, ήλιος με πυρόξανθες ακτίνες το πρόσωπό της.
Μάζεψε στα χέρια το κόκκινο βελούδινο φόρεμά της κι έτρεξε ξανά στην τραπεζαρία.
Έφαγαν, μίλησαν και γέλασαν. Η Αλιστράτη έφεγγε και το χαμόγελο δεν έφευγε από το πρόσωπό της.
Σηκώθηκε να πάει για ύπνο. Έσκυψε να φιλήσει τον μπαμπά της βασιλιά.
- Ο Άγιος βασιλοπούλα μου, της ψιθύρισε.
- Ναι βασιλιά μου, ο Άγιος, του απάντησε.

Την άλλη μέρα η Αλιστράτη σηκώθηκε από πολύ νωρίς. Χτένισε το ξανθό ποτάμι στο κεφάλι της, φόρεσε το κατακόκκινο βελούδινο φόρεμά της, έβαλε στ’ αριστερό της χέρι το δαχτυλίδι των ονείρων κι έτρεξε να βρει τον ξένο της. Τον βρήκε έξω από το παλάτι, δίπλα στο συντριβάνι που είχε φτιάξει ο βασιλιάς για να παίζουν τα παιδιά. Καθάριζε τα φτερά του Πήγασου.
- Θα με αφήσεις να χτενίσω εγώ τη χαίτη του, ρώτησε τον ξένο.
Πριν απαντήσει ο ξένος, ο Πήγασος χαμήλωσε μπροστά της κι έγειρε το κεφάλι του μπροστά. Η Αλιστράτη έπιασε να του χτενίζει τη χαίτη. Κατάλευκη, σκληρή τρίχα και μακριά.
- Θα ήθελα όταν παντρευτώ να ήταν ο Πήγασος εδώ να σύρει την άμαξά μου, είπε στον ξένο.
- Εδώ θα είναι βασιλοπούλα μου, στο υπόσχομαι, της απάντησε. Θα μάθω όταν παντρεύεσαι και θα έρθω. Μα την άμαξα σου δεν θα τη σύρει. Ο Πήγασος δεν είναι για να σέρνει άμαξες, είναι για να πετά.
Κοίταξε το δαχτυλίδι στο χέρι της και του είπε:
- Θα ήθελα να ήμουνα το τέλος του ποταμού σου.
Τον κοίταζε στα μάτια και του χαμογελούσε. Τον έβλεπε πάλι ντυμένο με την ολόλευκη λαμπερή στολή του, το κόκκινο βελούδινο φόρεμά της ήταν η μπέρτα του, το σπαθί του κοιμόταν πια στο θηκάρι του. Το βλέμμα του, οι ουρανοί όλου του κόσμου. Τους ανθρώπους τους βλέπουμε, όπως μέσα μας τους νοιώθουμε, θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της.
- Θέλεις να είσαι το ποίημα μέσα μου, τη ρώτησε.
- Θέλω να είμαι και το ποίημα μέσα σου και τα χρώματα όλου του κόσμου κι αυτά που υπάρχουν κι αυτά που δεν υπάρχουν, θέλω να είμαι και τ’ αρώματα των λουλουδιών σου, θέλω να είμαι και τα σύννεφα και το γαλάζιο τ’ ουρανού σου, ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια σου χειμώνα καλοκαίρι., του απάντησε.
- Θέλω να είσαι η Καλλιέπουσά μου. Τόσους αιώνες μόνον μια φορά σε είδα. Για όλη μου τη ζωή θέλω να είσαι η Καλλιέπουσά μου.
- Θέλω να είσαι ο Μεγαλέξανδρός μου, ο βασιλιάς, ο στρατηγός, αυτός που κάνει αυτό που θέλει μέσα του ποιήματα να γράφει, να μιλάει με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους.
- Ο Μεγαλέξανδρος είμαι βασιλοπούλα μου, ο γιός του Φίλιππου και της Ολυμπιάδας, της είπε.
- Η Καλλιέπουσα είμαι άρχοντά μου, η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από 9 αδερφές, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, του είπε. Σε έψαχνα μέσα στους αιώνες μα πάντα πέταγες και σε τόπο δεν στεκόσουνα. Είμαι αυτή που έκρυψα τον τάφο σου όταν πέθανες σα βασιλιάς, άνθρωπος να μην τον βρει, να ζει ο μύθος αιώνια. Τρεις σταλαγματιές έγινα για να ξαναγεννηθώ και τ’ όνομα μου έγινε Αλιστράτη γιατί οι άνθρωποι θαύμα πίστεψαν πως είμαι του Αι-Στράτη.

Παντρεύτηκαν σε λίγες μέρες. Ήρθαν καλεσμένοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Φτωχοί και πλούσιοι. Κι όλες οι φίλες της οι πεταλούδες ήταν εκεί. Κι όλοι οι φίλοι του, στρατιώτες και ποιητές, ήταν εκεί. Ήρθε κι η γοργόνα η αδερφή του και δώρο τους έφερε την αγάπη όλου του κόσμου που φύλαγε στη θάλασσα. Ο γάμος τελείωσε, το γλέντι τελείωσε, δεν έμεινε άλλο τραγούδι να πουν οι φίλοι τους.
Στάθηκε ο Πήγασος μπροστά τους, χαμήλωσε τα ψηλά του πόδια, έσκυψε το κεφάλι να πιαστεί από τη χαίτη του ν’ ανέβει η βασιλοπούλα, ανέβηκε κι ο Μεγαλέξανδρός της. Οι φίλες της οι πεταλούδες πιάστηκαν στην κατάλευκη χαίτη του φτερωτού αλόγου. Ο Πήγασος έβαλε δύναμη στα φτερά του και τους σήκωσε ψηλά. Πετούσαν πάνω από τα κεφάλια των καλεσμένων τους και έκαναν αυτό που ήθελαν μέσα τους, ποιήματα να γράφουν, να μιλάνε με τους ανθρώπους για τη ζωή, για την αγάπη, για τον έρωτα, γι’ αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους κι όλος ο κόσμος πια έβλεπε τα πιο όμορφα χρώματα και μύριζε τα πιο όμορφα αρώματα.
Το δαχτυλίδι των ονείρων που της χάρισε ο άρχοντάς της, είχε κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.